- πεδαμείβω
- πεδαμείβω (cf. μεταμείβω.)1 exchange for c. acc. & gen.
ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδμειψαν χρόνῳ O. 12.12
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδμειψαν χρόνῳ O. 12.12
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πεδαμείβω — Α (αιολ. ή δωρ. τ.) βλ. μεταμείβω … Dictionary of Greek
Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
μεταμείβω — μεταμείβω, δωρ. τ. πεδαμείβω (Α) 1. μεταβάλλω, τροποποιώ («ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδάμειψαν χρόνῳ», Πινδ.) 2. αλλάζω τη μορφή, μεταμορφώνω («ἐκ βοός... μετάμειβε γυναῑκα», Μόσχ.) 3. μεταφέρω, μεταβιβάζω, («γᾱν τέκνων τέκνοις μεταμείβει»,… … Dictionary of Greek